εγγαρόφωτος

εγγαρόφωτος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που φωτίζεται από το φεγγάρι
2. το ουδ. ως ουσ. το φεγγαρόφωτο
το φως τού φεγγαριού, σεληνόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + -φωτoς (< φως, φωτός), πρβλ. σεληνό-φωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”